- φθαρ
- φθαρ- s. φθείρω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… … Dictionary of Greek
φθάρμα — άρματος, τὸ, Α 1. φθορά, καταστροφή 2. καθετί που προξενεί καταστροφή 3. μτφ. (για πρόσ.) διεφθαρμένο άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φθείρω* + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
φθάρσις — άσεως, ἡ, Μ φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φθείρω* + κατάλ. σις] … Dictionary of Greek
φθαρμός — ο, Ν φθορά, καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φθείρω* + κατάλ. μός] … Dictionary of Greek
φθαρτικός — ή, ό / φθαρτικός, ή, όν, ΝΑ βλαβερός, ολέθριος νεοελλ. ιατρ. φθαρτογενής. επίρρ... φθαρτικώς / φθαρτικῶς, ΝΑ, και φθαρτικά Ν με καταστρεπτικό, επιβλαβή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φθείρω* + κατάλ. τικός) … Dictionary of Greek
φθαρτός — ή, ό / φθαρτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που υπόκειται σε φθορά, που μπορεί να καταστραφεί νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φθαρτός (ανατ. φυσιολ.) η λειτουργική στιβάδα τού ενδομητρίου, όπως αυτή διαμορφώνεται υπό την επίδραση τών ωοθηκικών ορμονών στην… … Dictionary of Greek